- ἐξανέχουσαν
- ἐξανέχωhold up frompres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξανέχω — ἐξανέχω (Α) [ανέχω] 1. κρατώ ψηλά από κάτι 2. (συνηθέστ. αμτβ.) ανυψώνομαι, προεξέχω («στήλην Ἀφαρπίου ἐξανέχουσαν τύμβον», Θεόκρ.) 2. μέσ. (με μτχ.) ανέχομαι, υπομένω («οὐ γὰρ ἐξηνέσχετο ἰδών», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek